Πασάς, Διοικητής και Καϊμακάμης του Μωρέως, Μπουγιουρντί 24ης Μαρτίου, Τριπολιτζά, 1 σελίδα, 39 × 55 cm. (ελάχιστοι λεκέδες από υγρασία, μικροτσακίσματα από το δίπλωμα). Επικεφαλίδα κατά το ύφος των μονογραφημάτων των υστεροβυζαντινών εγγράφων: «Βελιγιουτίρ (γνωστή η προσφώνηση βελιγιουνιάμ προς τον Μόρα Βαλεσή και συγκεκριμένα τον Βελή Πασά, σημαίνοντας περίπου τον ηγεμόνα που επιδαψιλεύει τα αγαθά) Πασάς Ἐλέω Θεοῦ Διοικητής καί Καϊμακάμης τοῦ μωρέως». «γέροντες και ρεαγιάδες μικροί καί μεγάλοι ὅλων των δερβενοχωρίων εἰητε ὑγιαίνοντες. μέ τό νά στέλλω / μέν από τά στρατεύματά μάς, τούς παρόντας ἀνθρώπους διωρισμένους… /// ὁποῦ ἔχετε είς τήν δούλευσιν και φύλαξιν τῶν δερβενίων / προσέχετε ὅμως καλῶς ἱνα μή δείξετε ἀμέλειαν, ἤ παραμικρόν κουσοῦρ ὅτι ὕστερον σᾶς / παιδεύομεν χωρίς ἔλεως ἐξαποφάσεως ἐξεδοθη ἀπό τό Διβάνι τοῦ μωρέως ἐκ Τριπολιτζᾶς 1807 Μαρτίου 24» Επίσημη διαταγή/μπουγιουρντί απεσταλμένο από τον Πασά, Διοικητή και Καϊμακάμη του Μωρέως, ήτοι Μόρα Βαλεσή (Πασάς τριών ιππουρίδων με ευρείες αρμοδιότητες που οργανωνόταν κατά τα σουλτανικά πρότυπα της Κωνσταντινουπόλεως σε σμίκρυνση. Στην προκείμενη περίπτωση πιθανότατα είναι ο Βελή Πασάς, δευτερότοκος υιός του Αλή Πασά Τεπενελή των Ιωαννίνων, που κατείχε το αξίωμα κατά το 1807-1812) από το Διβάνι της Τριοπολιτσάς (την επίσημη καθέδρα του Μόρα Βαλεσή, τουλάχιστον με τα το Ορλωφικά) προς τους «γέροντες και ρεαγιάδες μικροί καί μεγάλοι ὅλων των δερβενοχωρίων» (όπως συνάγεται από το κείμενο εννοούνται μάλλον τα Δερβενοχώρια της Μεγαρίδος ήτοι Κούντουρα, Βίλια, Μπίσια, Μάζι, Μέγαρα, Περαχώρα και Εξαμίλια), οι οποίοι προστάζονται «ἡψηλῶς καί σφοδρῶς, ὅτι βλέποντες τό παρόν μάς πουγιουρδί, τήν ἱδίαν ὥραν νά ὑπάγετε / καί νά ἁνοίξετε χάνδακ(α;) ἀπό τήν ἀκροθαλασσιάν τοῦ παλαιοκάστρου τῶν μεγάρων εὥς τήν ῥίζαν τοῦ βουνοῦ / διά νά εἷναι ἐκεῖνο εις μετερῖζι τοῦ στρατεύματος». Η μέριμνα για οχύρωση διαφόρων θέσεων και μάλιστα της Πελοποννήσου που νοούνταν από την οθωμανική διοίκηση ως οιονεί νησί (εξ ου και οι ευρείες αρμοδιότητες του Καπουδάν Πασά επ’ αυτής), περιτριγυρισμένο από θάλασσα με τις εχθρικές Δυτικές δυνάμεις, αποτελούσε πρώτιστο καθήκον, πόσο μάλλον μετά τα Ορλωφικά. Μάλιστα, η συγκεκριμένη θέση που ο Μόρα Βαλεσή διατάζει να οχυρωθεί με αυτό το Μπουγιουρντί, το Παλαιόκαστρο των Μεγάρων, είναι φυσικά οχυρός γήλοφος, ο οποίος πράγματι ισχυροποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αποτέλεσε προσφιλές θέμα απεικόνισης στα ταξιδιωτικά σκίτσα των περιηγητών. Η θέση αλλοιώθηκε ανεπανόρθωτα κατά την Γερμανική Κατοχή. Άκρως ενδιαφέρον και ενδεικτικό της εποχής είναι η κατακλείδα του εγγράφου «προσέχετε ὅμως καλῶς ἱνα μή δείξετε ἀμέλειαν, ἤ παραμικρόν κουσοῦρ ὅτι ὕστερον σᾶς / παιδεύομεν χωρίς ἔλεως ἐξαποφάσεως». Είναι γνωστό ότι εάν κάποιος ραγιάς ενέπιπτε σε παράπτωμα και παραδιδόταν προς κολασμό (κατά την πρωταρχική και κυριολεκτική σημασία της λέξεως) οι συμπατριώτες του, επιφανείς και μη, προσέτρεχαν και τον εξαγόραζαν με πλείστες δωροδοκίες και ταξίματα (piskes/πεσκέσια), γλιτώνοντάς τον από τις βασάνους. Εδώ όμως δηλώνεται ρητώς ότι η τιμωρία για την πλημμελή εκτέλεση των οχυρωματικών έργων θα είναι καθολικά ασυγχώρητη. Εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο στην επισημότερη φόρμα, με μονογραφημένη επικεφαλίδα τίτλου του ανώτατου αξιωματούχου και αυτοαναφορά ως «πουγιουρδί» (άλλη γραφή μεταξύ των πολλών γνωστών εκ του buyur-uldu/buyurtu, επίσημη έγγραφη διαταγή) από την καρδιά της διοικήσεως της Πελοποννήσου «ἀπό τό Διβάνι τοῦ μωρέως ἐκ Τριπολιτζᾶς», η οποία οργανωνόταν κατά τα Σουλτανικά πρότυπα της Κωνσταντινουπόλεως, όπως προαναφέρθηκε. Επιπροσθέτως, πέραν από τον αυτοχαρακτηρισμό του εγγράφου ως επίσημου, η επιμελής, ορθογραφημένη, ελληνική γραφή καθιστούν ισχυρή την υπόθεση ότι προήλθε από το σκριπτόριο του Δραγομάνου του Μορέως, στην προκειμένη περίπτωση ίσως του Κωνσταντίνου Καμινάρη που γνωρίζουμε ότι κατείχε το αξίωμα κατά το 1807. Ακόμη περισσότερο ιδιαίτερο καθίσταται το παρόν έγγραφο από το γεγονός ότι συμπίπτει με την περίοδο εξουσίας, και μάλιστα στην αρχή της (1807-1812), του Βέλη Πασά σε αυτήν την νευραλγική θέση της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όποτε και λόγω τη τυραννίας του, επετεύχθη η έξωσή του μέσω του Βεκίλη των Μοραϊτών στην Πόλη, Γεωργίου Δανέση (από τον Πραστό). Πέρα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι Τεπενενλήδες με πλήθος γνωστών προσωπικοτήτων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της Επαναστάσεως, καταλυτικά δρα το γεγονός ότι ελάχιστα έγγραφα του Βελή Πασά μάς είναι γνωστά, κυρίως από την παρείσφρησή τους στο μεγαλύτερο σώμα του αρχείου του πατερά του που κατέληξε εν τέλει στην Αθήνα (Αρχείο Ιω. Χώντζη, Δαμ. Κυριαζή, Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος με τη συνεργασία των: Δημήτρη Δημητρόπουλου, Παναγιώτη Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά Συλλογής Ι. Χώτζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών, Αθήνα 2007). Περιγραφή Χαρίλαος Ευ. Γουΐδης